- φίλυβρις
- φίλ-υβρις [pron. full] [φῐ], ὁ, ἡ,A fond of wanton violence, Crates Theb.5a.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φίλυβρις — ύβριος, ὁ, ἡ, Α αυτός που τού αρέσει ο ακόλαστος βίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὕβρις (πρβλ. μίσ υβρις, παύσ υβρις)] … Dictionary of Greek
φιλυβριστής — οῡ, ὁ, Α φίλυβρις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὑβριστής] … Dictionary of Greek